Μερσίνα

Μερσίνα
(Mersin). Πόλη (544.318 κάτ. το 2000) της νοτιοανατολικής Τουρκίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Ιτσέλ (15.853 τ. χλμ., 1.651.400 κάτ. το 2000). Είναι σιδηροδρομικός κόμβος και αξιόλογο εμπορικό λιμάνι στη Μεσόγειο θάλασσα, από το οποίο εξάγονται μεταλλεύματα χρωμίου και χαλκού, βαμβάκι, εσπεριδοειδή και βοοειδή, ενώ αποτελεί το βασικό λιμάνι εισαγωγής ακατέργαστου πετρελαίου. Στη Μ. εδρεύουν υφαντουργεία, εργοστάσια κατασκευής ειδών διατροφής, διυλιστήρια, εργοστάσια συναρμολόγησης φορτηγών και μια μεγάλη σιταποθήκη χωρητικότητας 100.000 τόνων. Η πόλη ιδρύθηκε το 1832 και έλαβε την ονομασία της από τις πολλές μυρτιές που φύονταν εκεί. Το 1937 και το 1946, υπό τη διεύθυνση του Βρετανού αρχαιολόγου Γκάρστανγκ, διεξήχθησαν ανασκαφές στην ευρύτερη περιοχή, που έφεραν στο φως λείψανα της αρχαίας πόλης. Τα ευρήματα αυτών των ανασκαφών καλύπτουν τη χρονική περίοδο, που εκτείνεται από την 7η έως τη 2η χιλιετία π.Χ. και μαρτυρούν την ισχυρή πολιτιστική επίδραση της βόρειας Μεσοποταμίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μυρσίνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ., 266 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται κοντά και βορειοανατολικά της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. * * * μυρσίνα και μερσίνα, ἡ (Μ) η μυρτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρσίνη, κατά τα θηλ. σε α …   Dictionary of Greek

  • μυρσίνη — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., κάτ. 193 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 53 κάτ.) της Τήνου. Υπάγεται διοικητικά στον …   Dictionary of Greek

  • ταρσός — I Πόλη της Τουρκίας στον νομό Ιτσέλ (Αδάνων) (160.150 κάτ.). Είναι χτισμένη ανάμεσα στα Άδανα και στη Μερσίνα και αποτελεί σημαντικό κέντρο οικονομικής δραστηριότητας. Η πόλη αυτή είναι αρχαιότατη και, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τους… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Καισάρεια — I Ονομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Φοινίκης, ανάμεσα στην Ιόππη και στην Τύρο. Παραδόθηκε από τον Αύγουστο στον Ηρώδη τον Μέγα, ο οποίος την ονόμασε Κ. προς τιμήν του Αυγούστου (25 π.Χ.). Η πόλη εκχριστιανίστηκε πολύ νωρίς. Πρώτος… …   Dictionary of Greek

  • Καππαδοκία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της κεντρικής Μικράς Ασίας. Βρίσκεται σε ένα υψίπεδο με μέσο υψόμετρο 1.300 μ. Η περιοχή περικλείεται στα Β από τον Πόντο, με φυσικό σύνορο τον ποταμό Άλυ (τουρκικά Κιζίλ ιρμάκ), στα Ν από την Κιλικία, στα Α από τον… …   Dictionary of Greek

  • Κιλικία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Μικράς Ασίας, στη νοτιοανατολική Τουρκία. Βρέχεται στο νότιο τμήμα της από τη Μεσόγειο (κόλπος της Αλεξανδρέτας) και συνορεύει με τη Συρία στα Α. Το δυτικό τμήμα της περιοχής αρχίζει από τον Παμφύλιο κόλπο ή κόλπο… …   Dictionary of Greek

  • Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… …   Dictionary of Greek

  • Μποδοσάκης, Αθανασιάδης — (Πόρος Νίγδης, Μικρά Ασία 1891 – Αθήνα 1979). Βιομήχανος. Από μικρή ακόμη ηλικία, άρχισε να ασχολείται με το εμπόριο και τις βιομηχανικές επενδύσεις στη Μερσίνα και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922)… …   Dictionary of Greek

  • μερσίνη — μερσίνη, η και μερσίνα, η το φυτό μυρτιά, η μυρσίνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”